λεμβουχικός

λεμβουχικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λεμβούχους («λεμβουχικό άσμα» — λεμβωδία)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λεμβουχικά η αμοιβή τού λεμβούχου για τη μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων ή αποσκευών με τη λέμβο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοῦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”